-
1 δευτέρα
δευτέρᾱ, δεύτεροςsecond: fem nom /voc /acc dualδευτέρᾱ, δεύτεροςsecond: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δευτέρᾱͅ, δεύτεροςsecond: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Δευτέρα
Δευτέρα ηПонедельник;ΦΡ.Καθαρά / Καθαρή Δευτέρα η — Чистый Понедельник – первый день Великого Поста;Δευτέρα Παρουσία η — Второе Пришествие Христа, см. εσχατολογίαЭтим.< δεύτερος «второй», Δευτέρα – второй день недели (после Воскресенья, которое считается первым днем недели), Понедельник -
3 δευτερα
-
4 δευτέρᾳ
Βλ. λ. δευτέρα -
5 δεύτερα
-
6 δεύτερᾳ
Βλ. λ. δεύτερα -
7 δευτέρα
втораявторое δευτέρᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δευτέρα
-
8 δευτέρᾳ
второйδευτέραΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δευτέρᾳ
-
9 δεύτερα
επί р р. обл1) во-вторых; 2) затем -
10 Δευτέρα
η понедельник -
11 Δευτέρα
[дэфтэра] ουσ. Θ. понедельник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Δευτέρα
-
12 Δευτέρα
[дэфтэра] ουσ θ понедельник. -
13 την Δευτέρα
во понеделникотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > την Δευτέρα
-
14 δευτέρας
δευτέρᾱς, δεύτεροςsecond: fem acc plδευτέρᾱς, δεύτεροςsecond: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 δευτέραι
δευτέρᾱͅ, δεύτεροςsecond: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 δευτέραν
δευτέρᾱν, δεύτεροςsecond: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 δεύτερ'
δεύτερα, δεύτεροςsecond: neut nom /voc /acc plδεύτερε, δεύτεροςsecond: masc voc sgδεύτεραι, δεύτεροςsecond: fem nom /voc pl -
18 kıyamet
Δευτέρα Παρουσία, Ημέρα της Κρίσιεως -
19 pazartesi
Δευτέρα -
20 δεύτερος
δεύτερος, der Zweite; comparativ. zum superlstiv. δεύτατος »der Letzte«, also eigentlich »der Letztere«, d. h. der Letzte von Zweien; δευτερος und δεύτατος hängen mit δύο nicht unmittelbar zusammen, sondern sind zunächst von δεύεσϑαι abzuleiten, δεύτερος der Nachstehende, der (hinter dem Ersten) Zurückbleibende. Lehrreich ist besonders die Redensart οὐδενὸς δεύτερος, Herodot. 1, 23, und Hom. Iliad. 23, 248 ἔπειτα δὲ καὶ τὸν (nämlich τύμβον) Ἀχαιοὶ εὐρύν ϑ' ὑψηλόν τε τιϑήμεναι, οἵ κεν ἐμεῖο δεύτεροι ἐν νήεσσι πολυκλήισι λίπησϑε, Scholl. Aristonic. δεύτεροι: ὕστεροι. καὶ »δεύτατος ἦλϑεν ( Iliad. 19, 51)« ἀντὶ τοῦ ἔσχατος; Scholl. Aristonic. Iliad. 19, 51 ἡ διπλῆ, ὅτι δεύτατος ἀπὸ τοῠ δεύεσϑαι ὁ ἔσχατος· τὸ δὲ δεύεσϑαι ἐνδεῖν ἐστι. Nun hängt aber δεύεσϑαι selbst mit δύο zusammen; es ist mit Guna von der den Begriff der Trennung ausdrückenden Wurzel δυ- oder δFι-gebildet; von dieser Wurzel kommt δύο, das die Sonderung in Zwei bezeichnende Zahlwort, und δεύεσϑαί τινος, von Etwas getrennt sein, es entbehren. Vgl. δίς, διά und das Latein. dis-. Δεύτερος findet sich von Homer an überall, das neutrum auch adverolat, »zweitens«, »zum zweiten Male«; bei Homer öfters in den Formen δεύτερος und δεύτερον; andere Formen nur im 23. Buche der Ilias: δευτέρῳ vs. 265. 750, δεύτεροι vs. 248. 498, δεύτερα vs. 538. In der Odyssee nur δεύτερον, 8, 1619, 354. 18, 24. 19, 65. 22, 69. Homer setzt gerne αὖ, αὖτε, αὖτις hinzu; er gebraucht das Wort vom Raume, von der Zeit und vom Range, welche Kategorien sich aber meistens nicht genau sondern lassen. Entschieden räumlich ist wohl zu fassen Iliad. 23, 498 τότε δὲ γνώσεσϑε ἵππους, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιϑεν; entschieden von der Zeit Iliad. 5, 855 πρόσϑεν Ἄρης ὠρέξατο – δεύτερος αὖϑ' ὡρμᾶτο Διομήδης; entschieden vom Range Iliad. 23, 538 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέϑλιον, ὡς ἐπιεικές, δεύτερ'· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσϑω Τυδέος υἱός, τὰ δεύτερα = der zweite Kampfpreis. Vgl. Iliad. 7, 248 δεύτερος αὖτε, Iliad. 3, 191 δεύτερον αὖτε – τὸ τρίτον αὖτε, Odyss. 3, 161 δεύτερον αὖτις, Iliad. 6, 184 πρῶτον μέν – δεύτερον αὖ – τὸ τρίτον αὖ, Iliad. 23, 265 τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ – αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ – τῷ δὲ τετάρτῳ – πέμπτῳ δέ. – Folgende: a) der Zeit nach: δευτέρῳ χρόνῳ Pind. Ol. 1, 43; μετ' ἐμὲ δεύτερος, sogleich nach mir, Xen. Cyr. 2, 2, 4. – b) der Oldnung, dem Range nach: οὐδενὸς δεύτερος, keinem nachstehend, Her. 1, 23; Pol. 32, 13, 16; καὶ ὕστερος Plat. Phil. 59 c; δεύτερα ἦν τῶν ὑποκειμένων προςδοκιῶν καὶ τῶν ἐλπίδων, war unter den Erwartungen, blieb hinter den Erwartungen zurück, Dem. 19, 24; ἰσχύϊ δὲ μάχης καὶ στρατοῦ πλήϑει πολὺ δευτέρα ἦν μετὰ τὴν Σκυϑῶν, an Heereszahl stand sie weit der Macht der Scythen nach, Thuc. 2, 97; Her. 1, 31; μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆϑλον ἀποισῇ Theocr. 1, 3; vgl. ἐμοὶ μὲν μετὰ τὸ πλουτεῖν δεύτερον Alexis Ath. VI, 258 e. – So ἄγειν, ἡγεῖσϑαι, ποιεῖν, τιϑέναι τινὰ δεύτερόν τινος, Jemand einem Andern nachsetzen, Soph. O. C. 351; Luc. Lapith. 9 enc. Dem. 34; Plut. u. a. Sp.; ἐν δευτέρῳ καὶ γονεῖς καὶ παῖδας τῶν τῆς πατρίδος καλῶν τίϑεσϑαι, Plut. Fab. 24; ἐν δευτέρᾳ τάξει τινὸς ποιεῖσϑαι Dsm. 13. – c) übh. der Andere neben Einem, δεύτερος αὐτός, selbzweiter, d. i. allein mit dem Andern, Her. 4, 113 u. sonst; δευτέρῳ ἔτει τούτων, im zweiten Jahre darauf; δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀπ' ἧς ὁ χειμὼν ἔγένετο, den Tag nach dem Sturme, 7, 192; Sp. = ἕτερος, εἷς καὶ δεύτερος, vgl. Schäfer D. Hal. C. V. p. 174. – Das neutr. δεύτερον, Her. u. Att. gew. τὸ δεύτερον, zweitens, zumzweiten Male, wiederum, oft noch mit αὖ, αὖτε u. ähnl. vbdn; δεύτερον πάλιν, Plat. Polit. 260 d; δεύτερα, Herodot. 1, 46; τὰ δεύτερα, Thuc. 6, 78; ἐκ δευτέρου, zum zweitenmale, Aesop., N. T.; – τὰ δεύτερα, der zweite Preis, Rang, Her. 8, 104; Xen. Cyr. 4, 6, 11; τὰ δεύτερα φέρεσϑαι, Luc. – Bei Medic. = Nachgeburt. – Adv. δευτέρως, Plat. Tim. 56 b u. öfter; Arist.
См. также в других словарях:
δευτέρα — δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc/acc dual δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτέρᾳ — δευτέρᾱͅ , δεύτερος second fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… … Dictionary of Greek
δευτέρα — η βλ. δεύτερος … Dictionary of Greek
δεύτερα — επίρρ. βλ. δεύτερος … Dictionary of Greek
Δευτέρα — η η επόμενη μέρα της εβδομάδας μετά την Κυριακή: Δε συμπαθώ τα πρωινά της Δευτέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεύτερα — δεύτερος second neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερᾳ — δεύτεραι , δεύτερος second fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔξις δευτέρα φύσις. — ἔξις δευτέρα φύσις. См. Привычка вторая натура … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιουστινιανή Δευτέρα — Βυζαντινή ονομασία της βουλγαρικής πόλης Κιουστεντίλ. Iουστινιανή Πρώτη ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη λίμνη της Αχρίδας … Dictionary of Greek
Καθαρά Δευτέρα — Βλ. λ. Καρναβάλι … Dictionary of Greek